- πινάγκα
- (pinanga). Δέντρο της οικογένειας των Φοινικιδών ή Παλμιδών. Αριθμεί 50 περίπου είδη, που ευδοκιμούν στις τροπικές περιοχές της Ασίας και της Ωκεανίας. Η π. είναι δέντρο πολύ ψηλό. Ο κορμός του είναι όρθιος και λεπτός, τα φύλλα του πτεροειδή και μερικές φορές απλά και τα άνθη του μόνοικα. Ο καρπός έχει χρώμα κόκκινο ή πορτοκαλί. Μερικά είδη καλλιεργούνται και σε γλάστρες. Σημαντικά είδη είναι ηπ. η χαρίεσσα, ιθαγενής των Ιμαλαΐων και της Βιρμανίας, ηπ. η κούλεια, που ευδοκιμεί στη Σουμάτρα και την Ιάβα και η π. η στικτή, διαδεδομένη στα νησιά των Φιλιππίνων.
* * *η, Νβοτ. γένος μονοκοτυλήδονων φυτών, ψηλοί φοίνικες τών τροπικών περιοχών τής Ασίας και τής Ωκεανίας.
Dictionary of Greek. 2013.